-->

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Μέγαρα


Τα Μέγαρα είναι πόλη της δυτικής Αττικής. Βρίσκεται στις βόρειες ακτές του Σαρωνικού στο μέσον περίπου της διαδρομής μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Τα Μέγαρα αποτελούν έδρα του δήμου Μεγαρέων και πρωτεύουσα της επαρχίας Μεγαρίδας. Ο Πληθυσμός τους, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι 28.195 κάτοικοι.

Ιστορία

Η ονομασία της πόλης

Η ονομασία Μέγαρα διατηρήθηκε από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα και μόνο στο Μεσαίωνα απαντάται ο τύπος "Μάγαρα". Οι γραπτές μαρτυρίες διασώζουν διαφορετικές εκδοχές για την ονομασία της πόλης. Ο Παυσανίας, καταγράφοντας την άποψη των Μεγαρέων, τη συσχετίζει με τα "μέγαρα", τα ιερά της Δήμητρας, τα οποία έφτιαξαν για πρώτη φορά όταν βασιλιάς ήταν ο Καρ, γιος του Φορωνέα, προς τιμή της θεάς, η λατρεία της οποίας ήταν πανάρχαια. Ο Ηρόδοτος και ο Στέφανος ο Βυζάντιος αποδίδουν την ονομασία στον ήρωα Μεγαρέα, γιο του Ποσειδώνα. Η τελευταία ερμηνεία απηχούσε και τις αντιλήψεις των Βοιωτών, σύμφωνα με τον Παυσανία, αφού ο Μεγαρέας που κατοικούσε στην Ογχηστό, ήρθε με στρατό Βοιωτών και βοήθησε τον βασιλιά των Μεγάρων Νίσο στον πόλεμο κατά του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Σκοτώθηκε όμως στην μάχη και θάφτηκε στην πόλη, η οποία πήρε το όνομά του. Πρωτύτερα η πόλη ονομαζόταν Νισαία.

Αρχαία ιστορία

Μετά την κάθοδο των Δωριέων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων νέοι πληθυσμοί δωρικής καταγωγής, εκτοπίζοντας αρχαιότερους πληθυσμούς Ιώνων και Βοιωτών που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή.[1]. Οι νέοι κάτοικοι που ονομάστηκαν Μεγαρείς δημιούργησαν ένα νέο κράτος με έδρα τα Μέγαρα. Τα επόμενα χρόνια οι Μεγαρείς ήρθαν σε σύγκρουση με τους γείτονες τους, αρχικά με τους Κορίνθιους τον 8ο αιώνα π.Χ. και στην συνέχεια με τους Αθηναίους τον 6ο αιώνα π.Χ. Αντικείμενο διαμάχης τους με τους Αθηναίους ήταν το νησί της Σαλαμίνας. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο τα Μέγαρα συμμάχησαν με τη Σπάρτη. Ο πιο διάσημος πολίτης των Μεγάρων στην αρχαιότητα ήταν ο Βύζας, γιος του βασιλιά Νίσου κατά μια παράδοση. To 657 π.Χ. ο Βύζας, ως επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που είχε οργανώσει η πόλη των Μεγάρων, οδήγησε τους Μεγαρείς αποίκους στην περιοχή του Βοσπόρου. Εκεί οι Μεγαρείς ίδρυσαν μια νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της: Βυζάντιο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (64 π.Χ.-23 μ.Χ.) οι Μεγαρείς έφτασαν εκεί υπακούοντας σ' ένα χρησμό, που είχαν λάβει από το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός αυτός αποκαλούσε «τυφλούς» τους συμπολίτες τους, που λίγα χρόνια πριν, το 685 π.Χ., είχαν ιδρύσει στη ασιατική ακτή του Βοσπόρου τη Χαλκηδόνα. Πράγματι, κατά μιαν έννοια ήταν «τυφλοί», καθώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι η περιοχή που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο που οι ίδιοι είχαν αποικήσει ήταν ιδανικότερη για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία. Σε αυτή την περιοχή, η οποία συγχρόνως διακρινόταν για τη στρατηγική της θέση, ο Βύζας θεμελίωσε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τόσο το ταξίδι με σκοπό τον αποικισμό όσο και η άφιξη κι η οργάνωση μιας νέας αποικίας χαρακτηρίζονταν από πλήθος αντιξοοτήτων. Όπως μας πληροφορεί η Α. Ραμού-Χαψιάδη (1982), η εγκατάσταση των αποίκων γινόταν είτε σε ακατοίκητη περιοχή, οπότε οι ελλείψεις ήταν πολλές είτε σε κατοικημένη περιοχή, οπότε συχνά οι άποικοι έρχονταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους αυτόχθονες

Μάχη των Θερμοπυλών


Η Μάχη των Θερμοπυλών (α-ε. Μάχη τῶν Θερμοπυλῶν) είχε διάρκεια τριών ημερών και διεξήχθη μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών, με αρχηγό τη Σπάρτη, και της Περσικής Αυτοκρατορίας του Ξέρξη Α', κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα. Διεξήχθη ταυτόχρονα με τη ναυμαχία του Αρτεμισίου, τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ, στα στενά των Θερμοπυλών. Αυτή η περσική εισβολή πραγματοποιήθηκε μετά την πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα, κατά την οποία οι Πέρσες ηττήθηκαν από τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Ξέρξης συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και στόλο, και επιτέθηκε με στόχο να καταλάβει όλη την Ελλάδα. Ο Αθηναίος στρατηγός Θεμιστοκλής πρότεινε ότι οι Έλληνες πρέπει να σταματήσουν τη περσική προώθηση στα στενά των Θερμοπυλών και στο Αρτεμίσιο.

Μια ελληνική δύναμη με περίπου 7.000 άνδρες βάδισε βόρεια για να κλείσει τα στενά το καλοκαίρι του 480 π.Χ. Ο περσικός στρατός, ο οποίος σύμφωνα με αρχαίες πηγές είχε στη διάθεση του εκατομμύρια στρατιώτες, αλλά σήμερα ο αριθμός θεωρείται σαφώς μικρότερος (μεταξύ 100.000 και 300.000 στρατιωτών),[10][11] έφθασε στα στενά αργά τον Αύγουστο ή νωρίς τον Σεπτέμβριο. Λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Περσών, οι Έλληνες κατάφεραν να αντισταθούν συνολικά 7 μέρες (συμπεριλαμβανομένου και των 3 ημερών της μάχης), πριν υπερκεραστούν εξαιτίας μιας, από τις γνωστότερες στην ιστορία, προδοσίας. Κατά τη διάρκεια 2 ημερών της μάχης, η μικρή δύναμη υπό την ηγεσία του Λεωνίδα Α' της Σπάρτης έκλεισε τον μόνο δρόμο, από όπου ο περσικός στρατός μπορούσε να περάσει. Μετά τη δεύτερη μέρα της μάχης, ένας ντόπιος κάτοικος ονόματι Εφιάλτης πρόδωσε τους Έλληνες, οδηγώντας τους Πέρσες στα νώτα των Ελλήνων. Φοβούμενος ότι η δύναμη του θα υπερκεραστεί, ο Λεωνίδας, αποφάσισε να απομακρύνει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού, κρατώντας μόνο 300 Σπαρτιάτες, 400 Θεσπιείς, 400 Θηβαίους και πιθανώς μερικές εκατοντάδες ακόμα στρατιώτες, από τους οποίους οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στη μάχη.

Μετά τη σύγκρουση, ο ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο έλαβε τα νέα για την ήττα στις Θερμοπύλες. Δεδομένου ότι η στρατηγική τους απαιτούσε νίκη και στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο, και εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, ο ελληνικός στόλος αποφάσισε να υποχωρήσει στη Σαλαμίνα. Οι Πέρσες κατέλαβαν τη Βοιωτία και την Αθήνα, από την οποία είχαν φύγει οι κάτοικοι. Ωστόσο, αναζητώντας μια αποφασιστική νίκη κατά του περσικού στόλου, ο ελληνικός στόλος κατανίκησε τους Πέρσες στην ιστορική ναυμαχία της Σαλαμίνας, στα τέλη του 480 π.Χ. Φοβούμενος ότι θα παγιδευτεί στην Ευρώπη, ο Ξέρξης υποχώρησε με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του στην Ασία, αφήνοντας το γαμπρό του Μαρδόνιο να ολοκληρώσει τη κατάληψη της Ελλάδας. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, μετά την αποφασιστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές και την καταστροφή του στρατού του Μαρδόνιου, έληξε η περσική εισβολή και μαζί της και οι Περσικοί Πόλεμοι.

Η μάχη των Θερμοπυλών έμεινε στην Παγκόσμια Ιστορία ως παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στους νόμους της Πατρίδας. Η αντίσταση των Ελλήνων στη μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί παράδειγμα των πλεονεκτημάτων της σκληρής στρατιωτικής εκπαίδευσης, του καλύτερου εξοπλισμού και της ιδιοφυούς χρήσης του εδάφους ως πολλαπλασιαστή δύναμης.

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Πλάτων


Βιογραφία
O Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, ο οποίος καταγόταν από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυρράνους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτωνας γιατί είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.).

Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη για λίγο καιρό κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, και τέλος στον Τάραντα της Ιταλίας, όπου γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά. Μετά πέρασε στη Σικελία. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου Α΄ γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι' αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα κινδύνεψε να πουληθεί ως δούλος αλλά τον εξαγόρασε ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερης.

Έργο
Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (387 π.Χ.). Η προσπάθεια όμως των δύο φίλων να προσηλυτίσουν στις ιδέες τους τον νέο ηγεμόνα Διονύσιο τον Πρεσβύτερο απέτυχαν. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 361 π.Χ., με σκοπό να συμφιλιώσει τον Δίωνα με τον Διονύσιο. Αυτή τη φορά κινδύνεψε και η ζωή του. Τον έσωσε η επέμβαση του πυθαγόρειου Αρχύτα. Αλλά ο Δίωνας δεν γλίτωσε. Δολοφονήθηκε το 353 π.Χ.. Έτσι ο Πλάτωνας έχασε τον άνθρωπο στον οποίο στήριξε τις ελπίδες του για την επιβολή των πολιτικών του ιδεών. Από τότε και μέχρι τον θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων.

Τα έργα του Πλάτωνα είναι 36 και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Επιστολή Ζ' όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δράση του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, π.χ. Τίμαιος, Γοργίας, Πρωταγόρας, κλπ. Τρεις μόνο διάλογοι, το Συμπόσιο, η Πολιτεία και οι Νόμοι τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ' όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης, εκτός από τους Νόμους όπου απουσιάζει εντελώς. Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεότερους, όπως εικάζουν οι φιλόλογοι, κάτω από το πρόσωπο του δάσκαλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής.

Το σύνολο του πλατωνικού έργου διακρίνεται σε τρεις περιόδους με βάση τη χρονολογική σειρά, ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των φιλολόγων για την ακριβή σειρά συγγραφής των έργων στο εσωτερικό κάθε περιόδου. Το βέβαιο είναι ότι άρχισε να γράφει τα έργα του μετά τη θανάτωση του Σωκράτη και ότι έγραφε ως το τέλος της ζωής του:

(α) Περίοδος νεότητας (400 π.Χ. - 387 π.Χ.). Σ΄ αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:

* Απολογία: με την πλατωνική εκδοχη της απολογίας του Σωκράτη στο δικαστήριο,
* Κρίτων: με θέμα το δίκαιο και την αδικία,
* Χαρμίδης: όπου αναπτύσσεται η έννοια της σωφροσύνης,
* Πρωταγόρας: για το αν μπορεί να διδαχτεί η αρετή,
* Λάχης,
* Ευθύφρων,
* Ιππίας Μείζων,
* Ιππίας Ελάσσων,
* Ίων
* Λύσις.

(β) Περίοδος ωριμότητας (386 π.Χ. - 367 π.Χ.). Σ' αυτήν ανήκουν οι διάλογοι:

* Μενέξενος: στο μεγαλύτερο μέρος του ένας επιτάφιος λόγος
* Κρατύλος: όπου συζητώνται γλωσσολογικά ζητήματα
* Ευθύδημος,
* Γοργίας,
* Μένων,
* Παρμενίδης,
* Φαίδων: όπου περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο ίδιος ο Πλάτωνας απουσίαζε αφού, όπως λέει ένας από τους συνομιλιτές, «Πλάτων δὲ οἶμαι ἠσθένει» («Ο Πλάτωνας νομίζω ότι ήταν άρρωστος») [59b].
* Φαίδρος,
* Πολιτεία: εκτεταμένη περιγραφή μίας ιδανικής πολιτείας
* Συμπόσιον: για την φύση του έρωτα,
* Θεαίτητος.

και (γ) Περίοδος γήρατος (366 π.Χ. - 348 π.Χ.). Περιλαμβάνονται οι διάλογοι:

* Σοφιστής,
* Πολιτικός,
* Φίληβος,
* Τίμαιος: για την δημιουργία του κόσμου
* Κριτίας: ένας ημιτελής διάλογος με αναφορές στην Ατλαντίδα,
* Νόμοι: διάλογος σε 12 βιβλία όπου ο Πλάτωνας επανέρχεται στο ζήτημα των ορθών νόμων για μία πολιτεία
* Έβδομη επιστολή: με αυτοβιογραφικές πληροφορίες για τη δράση του στη Σικελία

Φιλοσοφία
Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, χωρίζοντας τον κόσμο σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των ιδεών, οι οποίες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικά καλούπια τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Τα αισθητά αντικείμενα τα θεωρεί κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, οι οποίες τα μορφοποιούν. Έτσι π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας "άλογο", η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων (αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων λοιπόν αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους, τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τον Ηράκλειτο, και τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο, δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες υπάρχουν σε τόπο επουράνιο. Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα.

Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του πυθαγορισμού, ευνοώντας όπως και ο Πυθαγόρας τα μαθηματικά, τα οποία έβλεπε ως "παράθυρο" στον κόσμο των ιδεών αφού ασχολούνται με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο και ως μέσο προετοιμασίας για την σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε ότι με τη θεωρία των ιδεών αποκάλυπτε "τα μυστικά των Μυστηρίων" στα οποία προφανώς ήταν μυημένος. Η γνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με τον νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του Αγαθού από την οποία απέρρεαν όλες οι άλλες.

Στην ψυχή ο Πλάτωνας διακρίνει τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Γι' αυτό και αναγνωρίζει τρεις αρετές, τη σοφία, την ανδρεία και τη σωφροσύνη, η καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής. Τις τρεις αυτές αρετές της ψυχής τις παραλληλίζει με τις τρεις χορδές της λύρας, την υπάτη, τη μέση και τη νήτη. Αλλά οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό ως θείο να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούει σ' αυτό ως βοηθός, και τα δύο μαζί να διευθύνουν το επιθυμητικό, για να μην επιχειρεί να άρχει αυτό, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών αποτελείται η δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμονία των τριών άλλων αρετών.

Επειδή και η πόλη αποτελεί μία αντανάκλαση του ανθρώπου, διακρίνει και σ' αυτήν τρία γένη: το βουλευτικό, το πολεμικό και το χρηματικό, τα οποία αντιστοιχούν προς τα τρία μέρη της ψυχής. Όπως στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να υπάρχει η δικαιοσύνη, δηλαδή η αρμονία, που πετυχαίνεται, όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη εκτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει τα ξένα.

Πλάτων και ατομικοί

Αντίθετα από τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων δεν αναφέρει πουθενά στα γραπτά του τον Δημόκριτο ή άλλους ατομικούς. Η ατομική θεωρία, εντούτοις, θα πρέπει να του ήταν καλά γνωστή, αφού σε ορισμένους διαλόγους (κυρίως στον Τίμαιο και τους Νόμους) καταπολεμούνται απόψεις οι οποίες ανήκουν στους ατομικούς. Σύμφωνα με μία πληροφορία ο Πλάτων θέλησε να κάψει όσα βιβλία του Δημόκριτου μπόρεσε να συγκεντρώσει, τον συγκράτησαν όμως την τελευταία στιγμή οι πυθαγόρειοι Αμύκλας και Κλεινίας με το επιχείρημα ότι τα βιβλία του Δημόκριτου υπήρχαν ήδη στα χέρια πολλών. Η πληροφορία ελέγχεται ως πλαστή και φαίνεται ότι αφορμή για τη δημιουργία της πρέπει να ήταν η πρόθεση να ερμηνευτεί η απουσία του ονόματος του Δημοκρίτου από τα έργα του Πλάτωνα. Παρ' όλη τη μεγάλη διαφορά που χωρίζει το πλατωνικό σύστημα από το ατομικό, υπάρχουν σημεία στα οποία οι δύο θεωρίες παραδόξως συγκλίνουν. Έτσι, ο Πλάτων δανείστηκε από τον Δημόκριτο την έννοια της ιδέας, η οποία αποτελεί το κέντρο του πλατωνικού συστήματος. Απλώς απέκοψε την ταύτιση της μορφής με τα υλικά σώματα και την ανύψωσε σε έναν ξεχωριστό και αληθέστερο κατά τη γνώμη του κόσμο. Αλλά και η πλατωνική αντίληψη της μαθηματικής δομής των στοιχείων της φύσης, αποτελεί συνδυασμό της ατομικής θεωρίας και της πυθαγόρειας αριθμολογίας: η έννοια των ατμήτων επιπέδων φαίνεται να αντλεί την έμπνευσή της κατευθείαν από την ατομική έννοια των ατμήτων ελάχιστων μεγεθών.

Αντίκτυπος

Η επίδραση του φιλοσόφου αυτού υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη. Η ιστορία της φιλοσοφίας μέχρι τον Κικέρωνα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτόν και είτε αμφισβητεί είτε ακολουθεί τη διδασκαλία του. Ο μαθητής του Αριστοτέλης, εξίσου επιδραστικός με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην ανάπτυξη τμήματος του έργου του ως απάντηση στον πλατωνισμό. Η σχολή που ο Πλάτωνας ίδρυσε το 387 π.Χ., η Ακαδημία, συνέχισε να ακμάζει ως τις αρχές του πρώτου αιώνα π. Χ., έχοντας όμως μετατραπεί σε σκεπτική σχολή μετά τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου.

Κατά την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας, ο μεσοπλατωνισμός με εκπροσώπους όπως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, εισηγήτρια μίας όλο και πιο ευδιάκριτης τάσης συγκρητισμού και εκλεκτικισμού στην ελληνική φιλοσοφία, σε πλήρη αντίθεση με τον διανοητικό σεκταρισμό της ελληνιστικής εποχής.

Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα ο μεσοπλατωνισμός άρχεσαι να μετατρέπεται σταδιακά, υπό την επίδραση του νεοπυθαγορισμού και του ερμητισμού στην κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Αίγυπτο, στο κίνημα του νεοπλατωνισμού, με αρχικούς εκπροσώπους όπως ο Πλωτίνος, το οποίο είχε ιδεαλιστικό, μυστικιστικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα. Η Ακαδημία στην Αθήνα επανιδρύθηκε ως κέντρο νεοπλατωνικών μελετών κατά τον τέταρτο αιώνα.

Την ίδια εποχή, περίοδο έντονων θρησκευτικών ζυμώσεων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σταδιακής επικράτησης του χριστιανισμού στη Μεσόγειο, οι ακόλουθοι της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας αλλά και των ελληνικών μυστηριακών λατρειών συσπειρώθηκαν γύρω από τον νεοπλατωνισμό ως υπερασπιστή του μέχρι πρότινος επικρατούντος παγανισμού. Μεμονωμένοι νεοπλατωνικοί και παγανιστικοί πυρήνες επέζησαν ως τον έκτο αιώνα, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε με διάταγμα την Ακαδημία της Αθήνας.

Ο πλατωνισμός επιβίωσε υπογείως καθ' όλον το Μεσαίωνα, κρυμμένος σε μυστηριακά ρεύματα[1], έως ότου οι πρωτότυπες ιδέες του επανανακαλύφθηκαν και σχολιάστηκαν κατά την Αναγέννηση. Έτσι ούτε η νεότερη φιλοσοφική σκέψη δεν έμεινε ανεπηρέαστη από αυτόν. Τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα ή προσπαθούν να ανατρέψουν τις ιδέες του ή οικοδομούν πάνω σ' αυτές, εκσυγχρονίζοντάς τες.

ΠΗΓΗ:http://el.wikipedia.org/

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ


Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα της Μακεδονίας. Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει έξι βιβλία φυσικής και ένα ιατρικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με Χαλκιδείς αποίκους στα Στάγειρα και ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.

Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 - 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε "νουν της διατριβής" και το σπίτι του "οίκον αναγνώστου".

Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην ’σσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την ’σσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της ’σσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.

Στην ’σσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί πραότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι' αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.

Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο.

Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη· βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.

Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβητό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη, στο σημείο δηλ. που σήμερα βρίσκεται ο Εθνικός Κήπος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν "περίπατοι". Ίσως γι' αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.

Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί ("εωθινός περίπατος") και για τους αρχάριους το απόγευμα ("περί το δειλινόν", "δειλινός περίπατος"). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική ("ακροαματική"). Η απογευματινή "ρητορική" και "εξωτερική".

Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.

Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια ("γραφή ασεβείας"), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.

Το 322 π.Χ. πέθανε στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν "οικιστή" της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα "Αριστοτέλεια", και ονόμασαν έναν από τους μήνες "Αριστοτέλειο". Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.

Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντίπαλους (Επίκουρος, Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.), γιατί έβλεπαν με φθόνο την ανωτερότητά του και αισθάνονταν ότι η παρουσία του τους μηδενίζει. Γι' αυτό τον διέβαλλαν με κάθε είδους συκοφαντίες. Τον παρουσίαζαν ως φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο, μηχανορράφο, ακόμα ως οργανωτή δολοφονίας του Αλέξανδρου κλπ.

Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του. Μέσα σ' αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται.

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ

Οι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 44 μυριάδες, δηλ. 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών" μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η "Αθηναίων Πολιτεία", σ' έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι' αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο.

Από τα συγγράμματά του κανένα δε δημοσίευσε ο Αριστοτέλης. Τα χειρόγραφα των παραδόσεων έμειναν στα χέρια του Θεόφραστου και από τότε μέχρι την εποχή του Σύλλα περνούσαν από χέρι σε χέρι. Ο Σύλλας μετά την κατάληψη των Αθηνών (86 π.Χ.) τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκαν (60 π.Χ.) από τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο το Ρόδιο και τον Ίωνα φιλόλογο Τυραννίωνα. Από τότε μέχρι σήμερα αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις και επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Από το τεράστιο έργο του τελικά σώθηκαν 47 βιβλία και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα. Δε θεωρούνται όμως όλα γνήσια. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη:

α) Λογικά ή Όργανον, δηλ. πραγματείες χρήσιμες για τη γνώση. Είναι οι εξής έξι: "Περί ερμηνείας", "Κατηγορίαι", "Αναλυτικά πρότερα", "Αναλυτικά ύστερα", "Τοπικοί και Σοφιστικοί έλεγχοι". Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, γιατί πρώτος αυτός διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού.
β) Φυσικά. Περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες: "Φυσική ακρόαση" (βιβλία 8), "Περί ουρανού" (βιβλία 4), "Περί γενέσεως και φθοράς" (βιβλία 3), "Μετεωρολογικά" (βιβλία 4), "Περί κόσμου" (ψευδεπίγραφο).
γ) Βιολογικά. "Περί ζώων ιστορίας" (βιβλία 10), "Περί ζώων μορίων" (βιβλία 4), "Περί ζώων πορείας" (1 βιβλίο), "Περί ζώων κινήσεως", "Περί ζώων γενέσεως" (βιβλία 5), "Περί φυτών" (ψευδεπίγραφο). Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.
δ) Ψυχολογικά: "Περί ψυχής" (βιβλία 3), "Περί αισθήσεως και αισθητών", "Περί μνήμης και αναμνήσεως", "Περί ύπνου και εγρηγορήσεως", "Περί ενυπνίων", "Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις", "Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος", "Περί ζωής και θανάτου", "Περί αναπνοής", "Περί πνεύματος" (ψευδεπίγραφο). Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα "Μικρά φυσικά".
ε) Μεταφυσικά ή πρώτη φιλοσοφία, όπως τα αποκαλούσε ο Αριστοτέλης. Απ' αυτά προήλθε ο όρος "μεταφυσική" των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή "Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου" (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των "κινουμένων" και των "ακινήτων".
στ) Ηθικά: "Ηθικά Ευδήμεια" (βιβλία 7), "Ηθικά μεγάλα" (βιβλία 2), "Ηθικά Νικομάχεια" (βιβλία 10). Αυτά ιδιαίτερα τα τίμησαν οι θεολόγοι.
ζ) Πολιτικά: "Πολιτικά" (βιβλία 8), "Αθηναίων Πολιτεία", "Οικονομικά" (βιβλία 2). Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες.
η) Τεχνικά: "ρητορική" (βιβλία 3), "Ποιητική" (δε σώθηκε ολόκληρη).
θ) Προβλήματα: Περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης.

Στο σώμα των αριστοτελικών έργων έχουν συμπεριληφθεί και τα ακόλουθα ακόμα έργα, που δε θεωρούνται γνήσια: Φυσιογνωμικά, Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Περί χρωμάτων, Περί ατόμων γραμμών, Μηχανικά, ρητορική εις Αλέξανδρον και Περί ακουστών.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ

Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις "ιδέες" του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλ. που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλ. στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η "πραότης" είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ' αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.

Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ' αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.

Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος με την τυπική λογική βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά" και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της.

Λεωνίδας


Ο θρυλικός βασιλιάς της Σπάρτης, που το όνομά του συνδέθηκε με την πλέον ιδιόμορφη μάχη της αρχαιότητας, τη μάχη των Θερμοπυλών, τον Αύγουστο του 480, ανέβηκε στο θρόνο το 488 και ήταν ετεροθαλής αδερφός του Κλεομένη Α', τον οποίο και διαδέχτηκε. Όταν οι Πέρσες έφτασαν στο στενό των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας ήταν εκεί με 6.000 στρατιώτες, περιμένοντας ενισχύσεις από τη Σπάρτη. Για να αποφύγει μια μάταιη σφαγή, έδιωξε τους περισσότερους στρατιώτες του κρατώντας μαζί του τους 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς που δεν θέλησαν να αφήσουν τη θέση τους.

Ο Λεωνίδας παρέμεινε με μεγάλη γενναιότητα στη θέση του, διατυπώνοντας την ενδοξότερη στην ιστορία απάντηση ηγέτη κατά τον Πλούταρχο, «μολών λαβέ», υπακούοντας στους νόμους της Σπάρτης και δημιουργώντας έτσι μία αιώνια στάση θυσίας και φιλοπατρίας.
Χρησιμοποίησε έντεχνα τη φυσική διαμόρφωση του χώρου, επιτιθέμενος και αμυνόμενος με διάταξη βάθους, παρασύροντας στα στενά τους Πέρσες, εκμεταλλευόμενος το υψηλό ηθικό και τη δύναμη των στρατιωτών του.

Οι Πέρσες πέτυχαν έναν ελιγμό θέσεων με τη βοήθεια του Εφιάλτη που από ένα μυστικό πέρασμα, την «ανοπιαία ατραπό», τους οδήγησε στην πλάτη των Ελλήνων. Πολεμώντας με παραφορά οι Έλληνες υπό τον Λεωνίδα, έπεσαν μέχρι τον τελευταίο σε αυτήν την τριήμερη μάχη, σύμβολο για την παγκόσμια ιστορία.

Η αίγλη της μάχης των Θερμοπυλών, παρά την ήττα, είχε κρίσιμο ηθικό αποτέλεσμα για την τελική έκβαση της τελικής επίθεσης, καθώς σκόρπισε τον τρόμο στον περσικό στρατό και ταυτόχρονα, ως αμυντική προσπάθεια, κέρδισε πολύτιμο χρόνο ώστε να κριθεί ο πόλεμος στη θάλασσα, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Δεν μπορούμε να δούμε όμως το Λεωνίδα μεμονωμένα, σαν μορφή, αλλά σε συνάρτηση με τη Σπαρτιατική ζωή και εκπαίδευση.

Τι είναι λοιπόν αυτό που έκανε το Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες τόσο ξεχωριστούς ως πολεμιστές; Οι ιστορικοί μας λένε ότι πρέπει να δούμε στο βάθος της Ιστορίας, κυρίως την εκπαίδευση που λάμβαναν οι Σπαρτιάτες από την ηλικία ακόμη των επτά ετών και μέχρι την ενηλικίωσή τους.

Πιο χαρακτηριστική για να εκφράσει τη στάση των Σπαρτιατών απέναντι στον πόλεμο είναι η φράση που έλεγε η Σπαρτιάτισσα μητέρα στο γιο της που πήγαινε στον πόλεμο, «ή ταν ή επί τας». Η μητέρα αποχαιρετούσε το γιο της θυμίζοντας του πως το καθήκον του ήταν να πολεμήσει με θάρρος για την πατρίδα του, τιμώντας τα όπλα του και αν χρειαστεί να πεθάνει γι` αυτήν. Αυτή η πασίγνωστη φράση κρύβει τη νοοτροπία ενός λαού που πέρασε στην Ιστορία ως παράδειγμα της έντιμης, λιτής και γεμάτης αξιοπρέπεια και αυτοθυσία ζωής. Αυτά είναι τα ιδανικά που εξυμνεί και ο Λεωνίδας μ’ αυτήν την πράξη αυταπάρνησης. Αν μη τι άλλο ο Λεωνίδας ως βασιλιάς ενός τέτοιου λαού θα έπρεπε να δώσει πρώτος το παράδειγμα.

Για το Λεωνίδα, όπως και για όλους τους Σπαρτιάτες, η μεγαλύτερη αρετή ήταν η πρόθυμη θυσία στο καθήκον της άμυνας και της σωτηρίας της πατρίδας τους. Η στάση του μπροστά στη μάχη και στο θάνατο ήταν ανάλογη με την εκπαίδευση και τη νοοτροπία του λαού του.

Στα σαράντα χρόνια που διαρκούσε η υπηρεσία των Σπαρτιατών δεν ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν, αλλά να ετοιμάζονται καθημερινά για τον πόλεμο. Από επτά ετών εντάσσονταν σε ομάδες, βούες και ύλες, όπου λάμβαναν την ανάλογη εκπαίδευση και από την ηλικία των είκοσι ετών ξεκινούσαν την πορεία τους στο συσσίτιο. Μέχρι τα τριάντα τους ζούσαν σε οικήματα που ονομάζονταν ανδρεία και μόνο μετά τα τριάντα μπορούσαν να μένουν σπίτι τους και αυτό μόνο το βράδυ. Στην καθημερινή ζωή ο βασιλιάς δεν απολάμβανε ειδικές τιμές και φροντίδες αλλά μονάχα το σεβασμό και την εκτίμηση των συντρόφων του. Ακόμη και στο πεδίο της μάχης διαβίωνε χωρίς πολυτέλειες και προφυλάξεις ενώ στην ώρα της μάχης κανείς δεν βρισκόταν μπροστά του.

Μια ιδιότυπη συνήθεια πριν τη μάχη ήταν να γυαλίζουν τα όπλα τους, να περιποιούνται το σώμα τους και να χτενίζουν τα μαλλιά τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο έδειχναν αποφασισμένοι και έτοιμοι για τη μάχη, πιστεύοντας ότι ακόμη και μπροστά στο χάροντα θα πρέπει να παρουσιαστούν καθαροί και όμορφοι. Λίγο πριν τη σύγκρουση θυσίαζαν και με τη συνοδεία παιάνων ξεκινούσαν τη μάχη. Η περίοδος που πενθούσαν τους νεκρούς διαρκούσε έντεκα ημέρες, ενώ τη δωδέκατη έθεταν τέλος στο πένθος. Τους πολεμιστές τους έθαβαν τυλιγμένους σε κόκκινους μανδύες χωρίς κανένα πολύτιμο αντικείμενο, δείχνοντας ότι το μεγαλύτερο απόκτημά τους ήταν η συμμετοχή τους στο Σπαρτιατικό στρατό. Ο Λεωνίδας γαλουχήθηκε μέσα σε αυτό το σύστημα όπου ο ατομικισμός χάνεται μπροστά στην ομάδα και το μέρος είναι αναγκαίο και ικανό μόνο όταν υπάρχει για να βοηθήσει το όλο.

Όταν ο Λεωνίδας ρωτήθηκε γιατί οι ανδρείοι προτιμούν τον ένδοξο θάνατο από την άδοξη ζωή, αυτός απάντησε «διότι αυτή τη θεωρούν χαρακτηριστικό της αλόγου φύσεως, εκείνον όμως (τον θάνατο) ως χαρακτηριστικό του έλλογου όντος».
Για το Λεωνίδα και τους τριακόσιους Σπαρτιάτες έχει γραφτεί μια επιτύμβια πλάκα από τον Σιμωνίδη, που αναφέρει : «Ώ ξειν’, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» και αυτό δίνει μεγαλύτερη αξία στις λέξεις «...τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», αν θεωρήσουμε ότι ο Λεωνίδας γνώριζε ότι βοήθεια δεν θα έρθει από τη Σπάρτη.

Στο νεώτερο μνημείο που υπάρχει σήμερα στις Θερμοπύλες προς τιμή του Λεωνίδα, όπου βρίσκεται και το άγαλμά του, είναι χαραγμένη η απάντησή του στην απαίτηση του Ξέρξη «Μολών Λαβέ».

Στη Σπάρτη βρέθηκε το άγαλμα του Λεωνίδα παριστάνοντας ένα πολεμιστή χωρίς μουστάκι, με Αττικού τύπου περικεφαλαία, έργο των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. και από τη στάση του σώματος μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κρατούσε στο αριστερό χέρι ανασηκωμένη ασπίδα, ενώ στο δεξί είχε ανυψωμένο το δόρυ. Ταυτίστηκε με το Λεωνίδα από την πρώτη στιγμή αν και δεν υπήρχε επιγραφή που να το αποδεικνύει.

ΑΧΙΛΛΕΑΣ


O Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, ήταν ο πιο ικανός και άξιος πολεμιστής από τους Αχαιούς ήρωες. Η προσπάθεια της μητέρας του να τον κρατήσει μακριά από τον πόλεμο, στέλνοντάς τον στη Σκύρο, αποδείχτηκε άκαρπη. Αν και δεν είχε δεσμευτεί με όρκο, ο Αχιλλέας αποφασίζει να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον πόλεμο, έχοντας επίγνωση των ικανοτήτων του, του ιδιαίτερου ρόλου που θα παίξει ο ίδιος στη διεξαγωγή του πολέμου, καθώς και του γεγονότος ότι, εξαιτίας της απόφασης αυτής, θα βρει κατά πάσα πιθανότητα πρόωρο θάνατο.

Όταν ήταν να φύγει για την Τροία, ο Πηλέας του χάρισε τα όπλα του, γαμήλιο δώρο των θεών, όταν παντρεύτηκε με τη Θέτιδα. Του έδωσε ακόμη το δώρο του Κένταυρου Χείρωνα, ένα κοντάρι από ξύλο μελιάς, τόσο βαρύ, ώστε να μην μπορεί κανείς θνητός να το σηκώσει.
Δεν παρέλειψε να του δώσει και το γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, τα αθάνατα άλογα, που είχαν και ανθρώπινη λαλιά και που τα είχε γεννήσει η ’ρπυια Ποδάργη. Γερασμένος καθώς ήταν ο Πηλέας, δεν μπορούσε να συνοδέψει ο ίδιος το γιο του στον πόλεμο.

Επειδή όμως ο Αχιλλέας ήταν ακόμη άμαθο παιδί, περίπου δεκαπέντε χρονών, έκρινε ο Πηλέας σκόπιμο να ζητήσει από τον Φοίνικα, το γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία ως συμβουλάτορας και καθοδηγητής του. Πριν αποχαιρετήσει τον Αχιλλέα, έκανε ο Πηλέας τάμα στον ποταμό Σπερχειό να του θυσιάσει πενήντα κριάρια και να του προσφέρει τα μαλλιά του γιου του, αν γύριζε ζωντανός. Και έτσι, όταν πια είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, τον αποχαιρέτησε.

Ο Αχιλλέας ήταν αρχηγός πενήντα καραβιών επανδρωμένων με Μυρμιδόνες. Κυριαρχεί με τη δράση του από την πρώτη κιόλας στιγμή που πατούν το πόδι τους οι Αχαιοί στο ακρογιάλι της Τροίας. Λίγο μετά την απόβαση σκοτώνει τον Κύκνο, το γιο του Ποσειδώνα, και αναγκάζει τους Τρώες να αποσυρθούν μέσα στην πόλη. Στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου λεηλατεί έντεκα πολιτείες γύρω από την Τροία και δώδεκα σε γειτονικά νησιά. Τα λάφυρα από αυτές τις εκστρατείες τα παρέδιδε πάντα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, ο οποίος, αφού κρατούσε για τον εαυτό του τη μερίδα του λέοντος, μοίραζε τα υπόλοιπα με επιλογή ή με κλήρο.

Για τη συμπεριφορά αυτή του Αγαμέμνονα φαίνεται ότι ο Αχιλλέας παραπονέθηκε αρκετές φορές. Οι εκστρατείες αυτές πρέπει να ήταν πάντως αρκετά αποδοτικές και για τον Αχιλλέα, μια που η σκηνή του ήταν γεμάτη από κάθε είδους λάφυρα (σκλάβες, άλογα, όπλα, τρίποδες, κούπες, χρυσάφι κλπ.). ’λλοτε πάλι πιάνει αιχμαλώτους και τους πουλάει σε γειτονικά νησιά, όπως τον Λυκάονα, το γιο του Πρίαμου. Κάποτε μάλιστα θα έπιανε και τον Αινεία, το γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση, που έβοσκε ανυποψίαστος τα κοπάδια του στα βοσκοτόπια της Τροίας. Ο Αινείας τον είδε έγκαιρα και τράπηκε σε φυγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε μέχρι τη Λυρνησσό, την οποία τελικά κυρίευσε, ο Αινείας όμως διέφυγε με την παρέμβαση της θεάς μητέρας του .

Αλλά και στις συγκρούσεις των Αχαιών με τους Τρώες στο πεδίο της μάχης η παρουσία του Αχιλλέα είναι καταλυτική. Προκαλεί αναρίθμητες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τρώων. Στο τέλος όμως του ένατου χρόνου ή στις αρχές του δέκατου και καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την Τροία βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, οργίστηκε με τη δεσποτική απόφαση του Αγαμέμνονα να του πάρει τη Βρισηίδα. Η πληγωμένη περηφάνια του Αχιλλέα τον οδήγησε στο να αποτραβηχτεί από κάθε πολεμική σύγκρουση. Ταυτόχρονα ζήτησε από τη θεά μητέρα του να πείσει τους θεούς να δώσουν τη νίκη στους Τρώες.

Και πράγματι η κατάσταση γίνεται απελπιστική για τους Αχαιούς. Αμέτρητο πλήθος ηρώων χάνεται και η παρουσία του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης γίνεται τώρα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Η πρεσβεία που έρχεται στη σκηνή του Αχιλλέα, για να του προσφέρει πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων του, φεύγει άπρακτη. Αρχικά δηλώνει ο ήρωας πως θα επιστρέψει στη Φθία το συντομότερο δυνατό, μετά υποχωρεί κάπως δηλώνοντας ότι θα πάρει τα όπλα του, για να προστατέψει το δικό του μόνο καράβι από πυρπόληση. Του κόστιζε, είναι η αλήθεια, η αποχή του από τη μάχη. Κάθε φορά που έβλεπε από τη σκηνή του κάποιον Αχαιό να γυρίζει πληγωμένος, έστελνε να μάθει για την ταυτότητά του.

Τελικά, όταν φτάνει η κατάσταση στο απροχώρητο, δίνει την πανοπλία του στον αγαπημένο του φίλο, τον Πάτροκλο, για να υποστηρίξει τους Αχαιούς.

Και πράγματι, ο Πάτροκλος κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους Τρώες, σκοτώθηκε ωστόσο από τον Έκτορα, ο οποίος πήρε τα όπλα του Αχιλλέα. Η Θέτιδα του έφερε τότε καινούρια όπλα φτιαγμένα από τον Ήφαιστο και ο Αχιλλέας, αφού συμφιλιώθηκε με τον Αγαμέμνονα, ρίχτηκε στη μάχη, για να εκδικηθεί το χαμό του φίλου του. Έσπειρε τότε τον πανικό στις τάξεις των Τρώων σκοτώνοντας πάρα πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να κλειστούν στο κάστρο της Τροίας. Μετά από δραματική μονομαχία σκότωσε και τον Έκτορα. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τον Πάτροκλο και διοργάνωσε προς τιμή του επιτύμβιους αγώνες. Το πτώμα του Έκτορα το κράτησε άταφο έξω από τη σκηνή του, για να το παραδώσει τελικά στον πατέρα του, τον Πρίαμο.

Τα αποτελέσματα του θυμού του Αχιλλέα ήταν ολέθρια για τους Αχαιούς. Το θυμό του αυτόν θα τον καταραστεί στη συνέχεια. Η μετάνοιά του όμως θα έρθει πολύ αργά για τον Πάτροκλο και για όσους άλλους είχαν σκοτωθεί.

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ



Πρωταγόρας
(485-411 π.Χ.)


Το δεύτερο "αιρετικό" πνεύμα της αρχαιότητας μετά το Δημόκριτο, που συνδέεται με τα Άβδηρα, είναι ο Πρωταγόρας. Οι αρχαίες πηγές μιλούν με σεβασμό για τον πνευματικό άνθρωπο που γεννήθηκε στα Άβδηρα στα 485 π.Χ., ταξίδεψε σε πολλές περιοχές του ελληνισμού και έγινε γνωστός, επηρεάζοντας πολύπλευρα την ελληνική σκέψη.


Πολυμαθής και δεινός ρήτορας δημιούργησε εχθρούς και φίλους, όπως μπορούμε να διαβλέψουμε στον περίφημο διάλογο του Πλάτωνα "Πρωταγόρας" . Στο πρόσωπο του Αβδηρίτη σοφού εντοπίζουμε τα σημαντικότερα και αξιολογότερα χαρακτηριστικά του πνευματικού ρεύματος της σοφιστικής. Παρόλο που παλιότερα υπήρχε ένας κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη σοφιστική, στις μέρες μας γίνεται πλέον παραδεκτό ότι το μεγάλο πνευματικό ρεύμα, που ανθίζει στο μεσοδιάστημα μεταξύ περσικών πολέμων και πελοποννησιακού, στα χρόνια της πεντηκονταετίας, έδωσε πλούσιους καρπούς στους χώρους της επιστήμης και της τέχνης. Ο Θουκυδίδης, οι τραγικοί ποιητές, αλλά και πολλές απόψεις του ίδιου του Πλάτωνα είναι αδύνατο να ερμηνευθούν χωρίς τη γόνιμη παρουσία των σοφιστών και βέβαια του Πρωταγόρα. Να σημειώσουμε ότι ο Σωκράτης, τότε, θεωρούνταν σοφιστής.

Στα μέσα του πέμπτου προχριστιανικού αιώνα γίνεται η σοφιστική επανάσταση, ο Διαφωτισμός της αρχαιότητας, με νέα θεματολογία, νέες μεθόδους, νέους γενικούς προσανατολισμούς. Αυτή τη γόνιμη περίοδο ο Πρωταγόρας βρίσκεται στην Αθήνα, γνωρίζεται με τον Περικλή, που τον αναθέτει να συγγράψει το Σύνταγμα για την Παλλήνια αποικία των Θουρίων (444 π.Χ.).

Ο Πρωταγόρας έμεινε στην Αθήνα, όπου δίδασκε ως το 411 π.Χ.. Τότε ο Πυθόδωρος τον κατάγγειλε ως άθεο και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Τα βιβλία του κάηκαν δημόσια. Το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκε βούλιαξε και ο Πρωταγόρας πνίγηκε, σε ηλικία εβδομηντατεσσάρων ετών. Έγραψε πολλά συγγράμματα, "Περί θεών", "Αλήθεια ή Καταβάλλοντες", "Περί της εν αρχή καταστάσεως", "Αντιλογίαι" Η σημαντικότερη πηγή για να γνωρίσουμε τη σκέψη του Πρωταγόρα, είναι ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Πλάτωνας. "Το πορτραίτο του Πρωταγόρα που μας δίνει ο Πλάτων στον ομώνυμο διάλογο δεν είναι, βέβαια, εντελώς αυθαίρετο και φανταστικό, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αποδίδει πιστά και χωρίς παραποιήσεις τα χαρακτηριστικά του σοφιστή", παρατηρεί ο Ηλ. Σπυρόπουλος.

Τα έργα του Πρωταγόρα

Ο Διογένης ο Λαέρτιος (που έζησε τον 3ο μ.Χ. αιώνα)
Αναφέρει ότι διασώζονται τα εξής έργα του Πρωταγόρα:

"Τέχνη Εριστικών",
"Περί Πάλης",
¨Περί μαθηματικών",
"Περί πολιτείας",
"Περί φιλοδοξίας",
"Περί αρετών",
"Περί της εν αρχή καταστάσεως",
"Περί των εν Άιδου",
"Περί των μη ορθώς πραττομένων",
"Προστακτικός",
"Δίκη υπέρ μισθού",
"Αντιλογία" (δύο βιβλία).


Αποσπάσματα

1."Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ, ως ουκ εισίν, ούθ' οποίοι τινές ιδέαν. Πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι, η τα' αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου". (: Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε πως είναι ούτε πως δεν είναι, ούτε τι είδους είναι στη μορφή. Γιατί πολλά είναι αυτά που με εμποδίζουν να γνωρίζω, και ότι είναι αόρατοι οι θεοί και ότι η ζωή του ανθρώπου είναι σύντομη).


2."Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, των μην όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν". (: Όλων των ανθρώπινων δημιουργημάτων μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα υπάρχουν πως υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν πως δεν υπάρχουν).


3. [Στον "Πρωταγόρα" του Πλάτων παραθέτει ένα μύθο που αφηγείται ο Πρωταγόρας, σε μια διαλογική αντιπαράθεσή του προς το Σωκράτη. "Ο μύθος, που αποδίδεται στον Πρωταγόρα στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνος, θα πρέπει να θεωρηθεί, όχι μόνον ότι απηχεί τις απόψεις του σοφιστή (με πιθανή χρήση αποσπασμάτων από το ίδιο το έργο του) αλλά ότι αποτελεί και μίμηση του ύφους του", σημειώνει ο Κ. Μιχαηλίδης στην εργασία του " Ο μύθος του Πρωταγόρα και η ανθρωπολογική του σημασία", στον τόμο "Η αρχαία σοφιστική", 1984]. Παραθέτουμε σε μετάφρασή μας το μύθο αυτό, θεωρώντας το ένα "πρωταγόρειο" κείμενο, παρ. 320d-322d.
(Τα κείμενα είναι από το βιβλίο του καθηγητή Θανάση Μουσόπουλου "ΑΒΔΗΡΑ, ΓΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ" τον οποίον και ευχαριστούμε)

ΣΩΚΡΑΤΗΣ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ένας από τους σοφότερους άνδρες της αρχαιότητας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στα 470 π.Χ., και ήταν υιός του γλύπτη Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, από το δήμο Αλωπεκής. Στην αρχή δοκίμασε ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, οι δε Τρεις Χάριτες, άγαλμα που σωζόταν επί Παυσανία, ήταν έργο δικό του. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τη γλυπτική, για ν’ αφοσιωθεί στη φιλοσοφία, στην οποία και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, διδάσκοντας, όχι σε σχολείο, αλλά συζητώντας σε κάθε σημείο της πόλεως με ανθρώπους κάθε τάξεως και με κύριο στόχο τα ηθικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Η διαλεκτική ικανότητά του, η λεπτότητά του και η πνευματική πρωτοτυπία του με τον τέλεια ηθικό χαρακτήρα του, προσέλκυαν τους νέους αριστοκράτες με τους οποίους ιδιαίτερα συνδεόταν. Αντίθετα προς του συγχρόνους του σοφιστές, ο Σωκράτης δεν ελάμβανε αμοιβή για τη διδασκαλία του. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ξεπλήρωσε το καθήκον του προς την πατρίδα, και αγωνίσθηκε με μεγίστη ανδρεία και καρτερία στην Ποτίδαια όπου, και έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη (432), στο Δήλιο (424) και στην Αμφίπολη (422). Διετέλεσε επιστάτης των Πρυτάνεων και αντιτάχθηκε στην παράνομη ψηφοφορία με την οποία ο δήμος των Αθηναίων καταδίκασε σε θάνατο τους εννέα στρατηγούς, οι οποίοι, αφού νίκησαν στην ναυμαχία των Αργινουσών, αναγκάσθηκαν από την τρικυμία να αφήσουν άταφους τους πεσόντες. Το ίδιο δεν υπάκουσε και στους τριάκοντα τυράννους, που τον διέταξαν να πάει με τέσσερις άλλους να φέρει στην Αθήνα τον Σαλαμίνιο Λέοντα, για να τον θανατώσουν.

Επειδή ο Σωκράτης καταπολεμούσε τις ολέθριες θεωρίες των διαφόρων σοφιστών και κατέκρινε το καθεστώς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ονομάζοντας βλακώδη την εκλογή των αρχόντων με κυάμους, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, μερικοί από τους οποίους, ως ο Αριστοφάνης, τον συνέχεαν με τους σοφιστές, που τους θεωρούσαν αίτιους των ατυχιών της πόλεως. Έτσι ο σοφός κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον πολιτικό Άνυτο, τον ποιητή Μέλητο και το ρήτορα Λύκωνα και, ακόμα, για διαφθορά των νέων. Εισηγητής της κατηγορίας ήταν ο Μέλητος και αυτός τη συνέταξε. Το κείμενο έλεγε: «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δεν καινά δαιμόνια εισηγούμενος• αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων• τίμημα θάνατος». Ο Σωκράτης μπορούσε ν’ αποφύγει την καταδίκη αν δεχόταν ν’ απολογηθεί ή αν εκλιπαρούσε το έλεος των δικαστών, όπως συνηθιζόταν τότε. Όχι μόνο ένα τέτοιο δεν έκανε ο Σωκράτης, αλλά και όταν ο σοφός κηρύχθηκε ένοχος, και συζητείτο, σύμφωνα με το Αττικό Δίκαιο, η επιβλητέα ποινή, ο Σωκράτης αγέρωχος και με θάρρος, δήλωσε ότι του ήταν αδύνατο να διακόψει το έργο της διαπαιδαγωγήσεως των νέων, έργο που μέχρι τώρα έκανε σύμφωνα με τη θέληση του θεού. Η υπερήφανη στάση του Σωκράτη ερέθισε τους δικαστές, και ογδόντα απ’ αυτούς, που πριν είχαν δώσει αθωωτική ψήφο, τώρα ψήφισαν και αυτοί υπέρ της θανατικής ποινής.

Επειδή η εκτέλεση της θανατικής ποινής καθυστέρησε, εξ αιτίας της θεωρίας τη Δήλο, ο Σωκράτης έμεινε τριάντα μέρες στη φυλακή, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του, όμως αρνήθηκε επίμονα τη σωτηρία του με απόδραση, που του είχαν προετοιμάσει οι φίλοι του, θεωρώντας αυτήν σαν άτιμη πράξη. Έτσι, ήπιε το κώνειο με αδιάσειστη ηρεμία και θεία έξαρση, φιλοσοφώντας ηρεμότατα ακόμα και κατά την ημέρα του θανάτου του. Γρήγορα οι Αθηναίοι μετανόησαν για το θάνατο του σοφού, και με πολλούς τρόπους τίμησαν τη μνήμη του. Λέγεται μάλιστα ότι, όταν παιζόταν στο θέατρο η τραγωδία του Ευριπίδη, που είχε υπόθεση τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη, την ώρα που ο χορός τραγουδούσε, λέγοντας «εκάνετε, εκάνετε, τον πάνσοφον, ω Δαναοί, ταν ουδέν αλγύνουσαν αηδόνα μουσάν, των Ελλήνων τον άριστον», το πλήθος των θεατών ξέσπασε σε κλάματα.

Για το χαρακτήρα του Σωκράτη συμφωνούν όλες οι πηγές. Η εξωτερική του μορφή δεν είχε τίποτα από την ελληνική καλλονή και τον τύπο του φυσιογνωμικά εξελιγμένου Έλληνα. Ήταν άσχημος, με μάτια πεταγμένα έξω, μύτη κοντή και χονδρή με σηκωμένα ρουθούνια, παχιά χείλη, κεφάλι φαλακρό και κοιλιά εξογκωμένη., ψυχικά όμως και πνευματικά ήταν τύπος υπέροχος και διακρινόταν για τη λεπτότητά του, την εξυπνάδα του, την πρωτοτυπία του, το χρηστό ήθος, την εγκράτεια και την αυτάρκειά του για τη γαλήνη και τη φαιδρότητα της ψυχής του και, όπως λέγει ο Πλάτων, ήταν «ο άριστος, ο φρονιμότατος και δικαιότατος των Ελλήνων».

Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από συγγράμματα του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα, και του Αριστοτέλη. Όμως, οι πηγές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική κάπως την εικόνα της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Ξενοφών δέχεται το Σωκράτη σαν μεταρρυθμιστή της κοινωνίας, οι άλλοι δε, στηριζόμενοι στον Πλάτωνα, τον παριστάνουν κυρίως σαν ηθικοδιδάσκαλο, και άλλοι, τέλος, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, δέχονται τον Σωκράτη, όχι σαν ηθικοδιδάσκαλο αλλά σαν διαλεκτικό. Η φιλοσοφία του Σωκράτη, στην επιστημονική της μορφή, είναι διαλεκτική, η οποία στην εφαρμογή της πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα γίνεται ηθική. Σαν τους σοφιστές, έτσι και ο Σωκράτης, έχει σαν βάση της φιλοσοφίας του όχι τη φύση, αλλά τον άνθρωπο, κατεβάζοντας με αυτό τον τρόπο, ως είπε ο Κικέρων, τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη.
ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ <<ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΔΙΚΕΙΣΑΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΔΙΚΕΙΣ>>